Η Γερμανία όταν χάνει έναν πόλεμο υπόσχεται ότι δεν θα τον επαναλάβει κι όμως αλλάζει συνεχώς τακτική. Επανέρχεται με άλλους τρόπους και άλλα μέσα για να κατακτήσει τα πρώην θύματά της.
Η ανεξόφλητη οφειλή ή αλλιώς το ξεχασμένο «δάνειο» που ακόμα παραμένει μετά από 70 χρόνια ατακτοποίητη.
Αυτά αποτελούν τα λεγόμενα σήμερα ως συνηθίζεται Κατοχικά δάνεια.
Θα επιχειρήσουμε μια αναλυτική παρουσίαση του όλου θέματος ιστορικά.
Αρχικά πως προέκυψαν τα δάνεια
Όταν η Γερμανία αλλά και η Ιταλία κατέλαβαν την Ελλάδα την άνοιξη του 1941, οι διεθνείς Συμβάσεις της Χάγης ήδη από το 1907 είχαν προβλέψει ότι το κατεχόμενο κράτος θα πρέπει να καταβάλει έξοδα για την διαβίωση και την συντήρηση των κατοχικών στρατευμάτων.
Αρχικά, οι δύο κατακτητές επέβαλαν αυθαίρετη μέθοδο πληρωμής αυτών των εξόδων, με την κυκλοφορία των μάρκων κατοχής και αντίστοιχα των μεσογειακών δραχμών που μάλιστα τυπώνονταν κατά βούληση. Οι αρμόδιοι του Ελληνικού κράτους αντέδρασαν στην χωρίς όριο κυκλοφορία αυτών των νομισμάτων, τα οποία η Τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να ανταλλάσσει με δραχμές, έτσι τελικά μετά από λίγους μήνες αποσύρθηκαν τα μάρκα κατοχής ώστε όλες οι συναλλαγές των κατακτητών να γίνονται μέσω Τράπεζας Ελλάδος.
Όμως αργότερα διαπιστώθηκε ότι οι συνεχείς αφαιμάξεις από το Δημόσιο Ταμείο είχαν αδικαιολόγητο μέγεθος. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν να καλύπτονται τα έξοδα κατοχής με την εκτύπωση νέου ελληνικού χαρτονομίσματος και να αυξάνεται ο πληθωρισμός, γεγονός που έφερε ως κύρια συνέπεια την έλλειψη των τροφίμων. Έτσι το δίμηνο Νοεμβρίου –Δεκεμβρίου του έτους 1941, η Αθήνα και οι άλλες μεγάλες πόλεις γνώρισαν πρωτοφανή πείνα, με χιλιάδες τραγικά θύματα, όταν άνθρωποι έπεφταν νεκροί στους δρόμους και έμεναν άταφοι ακόμα και μέρες.
Το θέαμα αυτό φαίνεται να συγκίνησε κάποιους στο εξωτερικό ακόμα και στο ίδιο το Βερολίνο ή τη Ρώμη. Για το λόγο αυτό, πραγματοποιήθηκαν κάποιες διαπραγματεύσεις, εν αγνοία των Ελληνικών αρχών. Από τις διαπραγματεύσεις αυτές προέκυψε η συμφωνία του Μαρτίου του 1942 στη Ρώμη.
Τί προέβλεπε αυτή; Βάσει αυτής της συμφωνίας, η οποία κοινοποιήθηκε λίγες ημέρες αργότερα στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, προσδιορίστηκε ανώτατο όριο εξόδων κατοχής με όριο τις 1,5 δις δρχ. συνολικά για τους δύο κατακτητές. Αυτό αναγνώριζαν και οι ίδιοι εκούσια.
Στην πράξη, όμως, μετά την συμφωνία οι δύο κατακτητές ζητούσαν και έπαιρναν από την Τράπεζα πολύ μεγαλύτερα ποσά πέραν του ορίου που οι ίδιοι είχαν θέσει ως ανώτατο όριο (δηλαδή τις 1,5 δις δρχ.).
Αυτά τα παραπάνω ποσά οι ίδιοι τα χαρακτήρισαν προκαταβολές, ενώ μάλιστα δεσμεύτηκαν να τα επιστρέψουν στο Ελληνικό κράτος με τη λήξη του πολέμου και της κατοχής, και μάλιστα άτοκα.
Αυτά είναι, λοιπόν, τα κατοχικά δάνεια, δηλαδή οι παραπάνω από τα τεθέντα ανώτατα όρια αναλήψεις χρημάτων από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η Γερμανία και η Ιταλία συμφώνησαν μεταξύ τους, ότι αυτά τα χρήματα θα τα επιστρέψουν σε επόμενο χρόνο.
Οι όροι της Συμφωνίας της Ρώμης που είχε αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1942 επιβλήθηκαν υποχρεω-τικά στην τότε κατοχική κυβέρνηση προς την οποία ανακοινώθηκαν στις 23 Μαρτίου 1942, δηλ. 9 ημέρες μετά την υπογραφή. Η υπόδουλη κυβέρνηση δεν είχε καμμία άλλη επιλογή παρά να τους αποδεχθεί.
Εδώ ας σταματήσουμε προσωρινά την ιστορική ανασκόπηση και ας μεταφερθούμε νοερά στην εποχή εκείνη που οι ηλικιωμένοι την έζησαν ως έφηβοι τότε, ενώ οι περισσότεροι από εμάς μεγαλώσαμε μέσα στον απόηχό της μέσα από ιστορίες των γονιών μας.
Ο Δημήτρης Μαγκριώτης στο βιβλίο του «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής» γράφει: «Τραγωδίαν τοιαύτης εκτάσεως και εντάσεως ως εκείνη που υπέστη ο ελληνικός λαός δεν αναγράφει άλλην η Παγκόσμιος Ιστορία τους τελευταίους αιώνες» και συνεχίζει «Κανείς άλλος εκ των υποδουλωθέντων υπό του Ράϊχ δεν υπέστη τόσην φθοράν εις έμψυχον και άψυχον υλικόν όσην ο Ελληνικός».
Όντως η Ελλάδα υπέστη τότε τα πάνδεινα. Όντως η Ελλάδα υφίσταται σήμερα τα πάνδεινα από τους απογόνους εκείνων των κατακτητών, που απλά δεν ξέχασαν την ήττα τους στα βουνά της Τρεμπεσίνας και της Κορυτσάς, που απλά δεν ξέχασαν τις απώλειές τους στη μάχη της Κρήτης, που δεν ξέχασαν τους νεκρούς που άφησαν στα Μακεδονικά οχυρά του Μπέλες, όπως το ηρωϊκό και ένδοξο Ρούπελ και ακόμα δεν ξέχασαν τις εκατόμβες των θυμάτων που είχαν από την Αντίσταση του λαού μας στα βουνά, στις θάλασσες, σε πόλεις, πεδιάδες, και χωριά.
Και τώρα φάνηκε, ειδικά μετά το 2009, ότι δεν το ξέχασαν ποτέ από τότε και ότι μεγάλωσαν 2 με 3 γενιές Γερμανών με την σκιά αυτών των γεγονότων.
Ας επανέλθουμε όμως να δούμε ποιά ήταν τα αίτια του Κατοχικού Δανείου.
Το Κατοχικό δάνειο αποτελεί μια εντελώς και μοναδική παράδοξη κατάσταση στην Ελληνική Ιστορία.
Εξηγούμε αμέσως το γιατί. Στην αρχή της Επανά-στασης του 1821 όλες οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, δια της Ιερής Συμμαχίας, ήταν εναντίον του Εθνικού Ξεσηκωμού της Λευτεριάς του γένους μας.
Όταν όμως είδαν ότι ριζώνει και εξαπλώνεται, η αρχική άρνηση μεταβλήθηκε σε ουδετερότητα και εν συνεχεία από κάποιους σε ενεργή υποστήριξη όταν και αναπτύχθηκε το γνωστό παγκόσμιο ρεύμα του Φιλελληνισμού.
Έτσι, τότε η Ελλάδα υπέγραψε το πρώτο δάνειό της με την Γαλλία. Ήταν η πρώτη δέσμευση του νέου Ελληνικού κράτους και η πρώτη απώλεια εθνικής κυριαρχίας.
Ξέρετε πότε εξοφλήθηκε αυτό το δάνειο; Μόλις πριν από 12 χρόνια.
Η Ελλάδα, λοιπόν, σε όλη της την Ιστορία δανείζεται και ήταν από τότε χρεωμένη. Κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, η χώρα μας για πρώτη φορά στην Ιστορία της μετατράπηκε από οφειλέτη σε δανειστή.
Αλλά ας έρθουμε στην ουσία.
Μπορούσε η Ελλάδα να συντηρήσει το στρατό Κατοχής; Ο Γερμανικός στρατός της Βέρμαχτ που κατέκτησε την Ελλάδα υπό την διοίκηση του Γερμανού Στρατηγού Βίλχελμ Λίστ ανερχόταν σε 500.000 άνδρες. Σε αυτούς προσθέστε 250.000 Ιταλούς και 60.000 Βούλγαρους. Συνολικά, τα κατοχικά στρατεύματα τις τριπλής κατοχής ήσαν 800.000 περίπου.
Είναι ξεκάθαρο ότι ο ελληνικός λαός δεν μπορούσε να συντηρήσει ένα τέτοιο πλήθος.
Και δεν είναι μόνο αυτό.
Η μαρτυρική χώρα μας, σαν μοναδική εξαίρεση από όλες τις κατακτημένες χώρες, υποχρεώθηκε να αναλάβει τη διοικητική μέριμνα και συντήρηση του εκστρατευτικού σώματος των Γερμανών στην Αφρική, που τελούσε υπό διοίκηση του στρατάρχη Ρόμελ.
Έτσι οι τυπολάτρες και αυστηροί Γερμανοί υποχρέωσαν την Ελλάδα να παρέχει κάθε μήνα το ποσό των 8 δις δρχ. για την συντήρησή τους. Αλλά ούτε αυτό το ποσό, σύμφωνα με την Συνθήκη της Χάγης του 1907, η Ελλάδα δεν μπορούσε να το καταβάλλει. Έτσι, για να λυθεί το πρόβλημα, πάντα εις βάρος των Ελλήνων και πάντα υπέρ των κατακτητών (και σήμερα δανειστών μας), εφευρέθηκε το Κατοχικό δάνειο, όπως είπαμε παραπάνω.
Αυτή είναι η μία όψη της καταστροφής της Ελληνικής οικονομίας.
Ο Μανώλης Γλέζος στο πρόσφατο βιβλίο που κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Και ένα Μάρκο να ’ταν …», επεκτείνει κατά την γνώμη μας πολύ ορθά και σε άλλους τομείς την τότε ισχνή Εθνική οικονομία, μιας οικονομίας, που ας μη ξεχνούμε, είχε την παθογένειά της από τα πρώτα χρόνια του ελεύθερου βίου, τις ανώμαλες περιόδους που ακολούθησαν μετά την ήττα του 1897, που πήρε μια μικρή ανάσα μετά τον διπλασιασμό των εθνικών εδαφών μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους του 1912-’13 και καταβαραθρώθηκε μετά την εθνική συμφορά της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 και την λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ότι πρόλαβε να ανακάμψει το μικρό χρονικό διάστημα του Μεσοπολέμου, χάθηκε μετά την άνοιξη του 1941 όταν οι Γερμανοί ύψωναν τον Αγκυλωτό Σταυρό (Σβάστικα) στον Ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Αυτήν την ήδη αιμορραγούσα ελληνική οικονομία συνάντησε το τέλος του πολέμου του 1940, η έναρξη της μαύρης Κατοχής.
Αυτήν την ισχνή οικονομία που ερχόταν από τα παράλια της Σμύρνης, όπου οι Έλληνες δεν συνωστίζονταν αλλά σφαγιάζονταν από τους Τσέτες και όταν κατέφευγαν για σωτηρία στα Ευρωπαϊκά πλοία, τότε οι Αγγλο–Γάλλοι σύμμαχοι διέταζαν τους ναύτες τους να κόβουν τα σχοινιά, έτσι ώστε οι ρημαγμένοι και κυνηγημένοι Έλληνες να πνίγονται στη θάλασσα.
Αναφέρει, λοιπόν, ο Μανώλης Γλέζος ότι το πρόβλημα των δανείων δεν μπορεί να εξεταστεί από μόνο του, αλλά θα πρέπει να προστεθεί στην εδαφική κατοχή, και η Δήμευση και Κατάσχεση των περιουσιών του λαού μας, και η βάναυση αρπαγή του 51% των μετοχών των κρατικών επιχειρήσεων, των τραπεζών και όλων των μεγάλων ιδιωτικών βιομηχανιών.
Αν σε αυτά προσθέσουμε και το επισιτιστικό πρόβλημα, την εμφάνιση των πλαστών χαρτονομισμάτων, τη ληστεία των νομισμάτων, τις επιτάξεις, τις ληστείες και τέλος τη φρικτή λεηλασία των αρχαιολογικών θησαυρών και έργων τέχνης, τότε με ευκολία διαπιστώνουμε ότι όλο αυτό το εκρηκτικό μίγμα αποτέλεσε την ταφόπλακα της Ελληνικής οικονομίας και των κόπων των Ελλήνων ντόπιων και προσφύγων μετά το 1922.
Αν στα άψυχα οικονομικά νούμερα και δείκτες προσθέσουμε και τα θύματα που έχασαν τη ζωή τους στις πολεμικές επιχειρήσεις από την 28η Οκτωβρίου του 1940, ή την άμυνα των οχυρών ή τους νεκρούς από πείνα, ή από εκτελέσεις και ολοκαυτώματα ή ακόμα όσων πατριωτών τέθηκαν σε ομηρία ή σε εγκλεισμό στα γερμανικά στρατόπεδα, τότε καταλαβαίνουμε ότι το θέμα Κατοχικά δάνεια είναι ένα πολύ μικρό κεφάλαιο ενός τεράστιου ματωμένου βιβλίου.
Τί, όμως, καθιστά αυτό το θέμα τόσο μεγάλο;
Κατά την άποψή μου δύο λόγοι. Αφενός, οι ηρωϊκοί νεκροί του έπους του 1940, των συγκρούσεων των οχυρών, τα ηρωϊκά θύματα των εκτελέσεων και ομηριών που κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπο τιμήθηκαν άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο από το ελεύθερο Ελληνικό κράτος.
Αφετέρου, οι οικονομικές ζημίες των ετών 1940-1949 άρχισαν σιγά-σιγά να επουλώνονται σταδιακά με το μόχθο των Ελλήνων στον αγώνα της βιοπάλης ή της Επιστήμης.
Άρα και οι δύο άξονες των ζημιών έδειξαν σημεία ανάκαμψης. Το μόνο θέμα που έμεινε στην αφάνεια, η μόνη ζημιά που παρέμεινε κρυμμένη – ξεχασμένη ή ακόμα και παραχωρημένη ήταν τα Κατοχικά Δάνεια.
Να γιατί το θέμα αυτό ξεχωρίζει σήμερα, ειδικά σήμερα, και μετά την καταστροφική ένταξη της χώρας μας στο Μηχανισμό Στήριξης και τα νύχια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Έτσι, αμέσως περνάω στο δεύτερο μέρος της ομιλίας μου, που δεν αφορά το τότε, το ηρωϊκό και μαρτυρικό τότε, αλλά το νεφελώδες από τότε έως το σήμερα. Σ’ αυτό το 2ο μέρος πρέπει να εξεταστούν δύο θέματα:
1ον: Ποιό είναι το ύψος των Κατοχικών Δανείων, με απόλυτη οικονομικοτεχνική προσέγγιση επιστημόνων και τεχνοκρατών.
2ον: Τί έγινε με αυτά τα Δάνεια μετά την απελευθέρωση και
3ον: Γιατί οι Ελληνικές Κυβερνήσεις από το 1950 έως και σήμερα ουδέποτε διεκδίκησαν με επίσημο τρόπο την οφειλή;
Αλλά ας τα εξετάσουμε από την αρχή.
Σχετικά με το ύψος του χρηματικού ποσού.
Επειδή κατά περιόδους πολλά έχουν λεχθεί για τα δάνεια και το ύψος τους, θα έπρεπε να ήταν χρήσιμος ένας επιστημονικός υπολογισμός.
Η ατυχία ή μεγάλη εθνική απώλεια είναι ότι μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε ένας αρμόδιος και έμπειρος ή μια ομάδα τεχνοκρατών να ασχοληθούν με τον υπολογισμό και να συντάξουν μια ενδελεχή μελέτη.
Μετά την απελευθέρωση, ο μόνος αρμόδιος φορέας, η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει των σχετικών λογαριασμών που τηρούσε προσδιόρισε το σύνολο των καταβολών που δόθηκαν από την Ελληνική αρχή στους κατακτητές καθ’ όλη την Κατοχή. Το ποσόν που αφορά την Γερμανία βρέθηκε να ανέρχεται σε 1 τετράκις εκατ. 617 τρις 781 δις 093 εκατ. 648 χιλιάδες 819 δρχ. και για την Ιταλία 220 δις 479 εκατ. 188 χιλιάδες 480 δρχ.
Αν από αυτά αφαιρεθούν τα διεθνή νόμιμα εξόδων κατοχής που συμφωνήθηκαν με τους κατακτητές στη Ρώμη το 1942, η μεν Γερμανία έλαβε επιπλέον ως προκαταβολές 1 τετρ. 530 τρις 033 δις 302 εκατ. 528 χιλ. 819 δρχ. και η Ιταλία 157 τρις 053 δις 637 χιλιάδες δρχ.
Αυτά θα έπρεπε να επιστρέψουν, σύμφωνα με την Συμφωνία της Ρώμης. Εδώ τίθεται το ζήτημα του κανόνα προσδιορισμού, διότι το ακριβές ποσό έπρεπε να εξαχθεί με το μέτρο της τιμαριθμικής δραχμής.
Η Τράπεζα της Ελλάδος αρχικά, χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αντιστοιχίας με την τιμή της χρυσής λίρας. Έτσι, προσδιορίστηκε η Γερμανική οφειλή σε 3 εκατ. 670 χιλ. 610 χρυσές λίρες και της Ιταλίας σε 835 χιλ. 616 χρυσές λίρες.
Σε μεταγενέστερο χρόνο ο καθηγητής Άγγελος Αγγελό-πουλος διετύπωσε την άποψη, ότι ο υπολογισμός με χρυσές λίρες δεν είναι ορθός και θα έπρεπε να υπολογιστεί με βάση το δολάριο, έτσι με δική του εκτίμηση υπολόγισε την Γερμανική οφειλή σε 151 εκατ. δολάρια με πρόσθεση άλλων 177 εκατ. ως τόκων, δηλ. συνολικά 328 εκατ. δολάρια.
Ο υπολογισμός Αγγελόπουλου έχει δύο βασικά μειονεκτήματα: 1ον. Αγνοεί την άτοκη επιστροφή κατά την λήξη του πολέμου και 2ον. Υπολογίζει επιτόκιο 4% αντί του ορθού 2,5% που είχαν τότε τα κρατικά δάνεια.
Αργότερα είδαν το φως της δημοσιότητας νέοι υπολογισμοί, μερικώς αντικρουόμενοι μεταξύ τους.
Σύμφωνα μ’ αυτές τις προσεγγίσεις, έμφαση δόθηκε σ’ ένα συνδυασμό επίσημων και πραγματικών τιμών στα τρόφιμα και τα είδη καθημερινής χρήσης, της πραγματικής τιμής της χρυσής λίρας στην αγορά, όπως και άλλων οικονομικών παραμέτρων.
Έτσι, η πραγματική αποτίμηση την ημέρα που απεχώρησαν οι Ναζί κατακτητές ανέρχεται στο ποσό των 100 δις ευρώ.
Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος για την άτοκη επιστροφή ξεπεράστηκε όταν η οιωνεί δανειακή σύμβαση κατέστη ληξιπρόθεσμη.
Αυτό συνέβη με την Διάσκεψη της Ειρήνης του 1946 και από τότε τα δάνεια είναι έντοκα, έτσι ώστε από το 1946 έως σήμερα με το χαμηλό επιτόκιο των 2,5%, το ποσό τελικά φθάνει τα 510 δις 033 εκατ. 165 χιλιάδες ευρώ.
Αυτό ακριβώς το ποσό όφειλε να έχει καταβάλει η μεταπολεμική Γερμανία και αδιαφόρησε να το πράξει, υπό το πρόσχημα του διαμελισμού της σε Δυτική και Ανατολική Γερμανία.
Αρκετά χρόνια μετά την Διάσκεψη της Ειρήνης του 1946 εφευρέθηκε το επιχείρημα, ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να υπογράψει την τελική συνθήκη για όσο χρόνο ήταν διαμελισμένη. Αν η Γερμανία ήταν καλόπιστη, αν ήταν όπως θέλει να λέγεται «τυπική» και «αυστηρή» στους κανόνες, όπως δηλαδή απαιτεί εδώ και τρία χρόνια να είμαστε εμείς, στα πλαίσια των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων και της οικονομικής εξυγίανσης που μας υποχρεώνει με βίαιο και άδικο τρόπο βιάζοντας τις ψυχές μας, αν λοιπόν η αυτοδιαφημιζόμενη σκληρή Γερμανία ήταν και σκληρή και συνεπής με τον εαυτό της, σ’ αυτό το διάστημα των 44 ετών που μεσολάβησαν μέχρι να ενοποιηθεί, θα μπορούσε να είχε καταβάλλει την οφειλή της, έστω και σταδιακά.
Απέφυγε όμως, επιδεικτικά να το πράξει, αδιαφόρησε καταφανώς και στα επόμενα χρόνια, ειδικά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου όταν και ενοποιήθηκε.
Βέβαια, έπραξε έτσι και εξακολουθεί την ίδια πολιτική εκμεταλλευόμενη πλήρως την Ελληνική αδιαφορία από πλευράς των επισήμων Κυβερνήσεων.
Έτσι εισερχόμαστε στο επόμενο βήμα αυτού του οδοιπορικού που επιχειρούμε σήμερα βήμα-βήμα μαζί, αγαπητοί φίλοι και φίλες.
Στο ερώτημα τί απέγινε με τα δάνεια μετά την απελευθέρωσή μας;
Η πικρή αλήθεια για μας είναι, ότι τα δάνεια που μέσα στην μανία και το μίσος τους οι κατακτητές πήραν από την Ελλάδα, με συνέπεια να διαλύσουν από τότε την οικονομία της, οι Ελληνικές κυβερνήσεις από την απελευθέρωση έως και σήμερα δεν έχουν κατορθώσει να εισπράξουν. Κατά καιρούς, έγιναν κάποιες άνευρες και υποτονικές ενέργειες, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Το θέμα αρχικά, τέθηκε στην Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι το 1946. Η Γερμανία ήταν τότε διαμελισμένη οπότε η απαίτηση της Ελλάδος δεν κατέστη ποτέ εφικτό να τεθεί. Αντίθετα, σε ότι αφορούσε στην Ιταλία, ύστερα από αρκετές διακυμάνσεις, το Ελληνικό κράτος ικανοποιήθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο.
Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας άρχισαν σταδιακά τα δύο κράτη να αναπτύσσουν διμερείς οικονομικές σχέσεις, αλλά παρόλα αυτά οι Γερμανοί ιθύνοντες ποτέ δεν βοήθησαν στην ρύθμιση του χρέους, με το επιχείρημα ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να το πράξουν.
Τον Νοέμβριο του 1952 επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά την αμνήστευσή του, ο κατοχικός Υπουργός Οικονομικών Σωτ. Γκοτζαμάνης που τότε τερμάτισε την πολυετή φυγοδικία του στο εξωτερικό. Με την επάνοδό του υποστήριξε ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να απεμπολήσει το χρέος.
Την εποχή που στην εξουσία ήταν ο Ελληνικός Συναγερμός δεν ζητήθηκε επίσημα η εξόφληση, με το επιχείρημα ότι έπρεπε να ρυθμιστεί η υπογραφή διμερούς συνθήκης. Σημαντική εξέλιξη στο θέμα έχουμε τον Φεβρουάριο του 1953, όταν και υπογράφτηκε η Συμφωνία του Λονδίνου, που ρύθμιζε τα γενικότερα χρέη της ηττημένης Γερμανίας απέναντι στους νικητές Δυτικούς συμμάχους.
Με την Συνθήκη του 1953, η Γερμανία αν και οφειλέτης και πρόξενος παγκόσμιας καταστροφής, έτυχε ευνοϊκών ρυθμίσεων, όπως την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, την δυνατότητα πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό, τις μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες, τα δημοσιονομικά και εσωτερικά μέτρα που μπορούσε να λάβει για την διασφάλιση του πλεονάσματός της από τις εξαγωγές, αλλά το πιο σημαντικό ίσως από όλα είναι ότι η εξυπηρέτηση του γερμανικού χρέους θα προσδιοριζόταν σε συνάρτηση με την πρόοδο της γερμανικής οικονομίας και τα έσοδα από τις εξαγωγές.
Λόγω όλων αυτών και άλλων εξαιρετικών συνθηκών, η Δυτική Γερμανία ανέκαμψε οικονομικά πολύ γρήγορα μετά την λήξη του πολέμου και τελικά απορρόφησε την Ανατολική Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ώστε σήμερα να είναι η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη και μία εκ των πρώτων παγκοσμίως.
Ενώ όμως η Γερμανία στη θέση του οφειλέτη δέχθηκε ένα τόσο βοηθητικό πρόγραμμα θεραπείας της οικονομίας της, η ίδια χώρα σήμερα στη θέση του δανειστή προς την χώρα μας παρουσιάζει ένα φρικιαστικό και εξαιρετικά απάνθρωπο και σκληρό πρόγραμμα.
Χωρίς να είμαστε οικονομολόγοι και ειδικοί, μια απλή σύγκριση της θεραπείας του 1953 με τα τρία μηνύματα και το μαρτύριο των συνεχών δόσεων που υφιστάμεθα από το 2009 μέχρι σήμερα είναι ενδεικτική.
Αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες, οι λόγοι που ώθησαν τις δυτικές δυνάμεις να μεταχειριστούν ευνοϊκά την Δυτ. Γερμανία μετά το 1945 δεν ισχύουν για την περίπτωση της Ελλάδος.
Συνεχίζοντας την ιστορική αναδρομή των απαιτήσεων φθάνουμε στο 1964 όταν στην Κυβέρνηση βρισκόταν η Ένωση Κέντρου. Ακολούθησαν τρεις νέες κρούσεις προς τη Γερμανία από τους Άγγελο Αγγελόπουλο, Ανδρέα Παπανδρέου και Ευάγγελο Σαββόπουλο, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα.
Το έτος αυτό ο Γερμανός Καγκελάριος Έρχαρντ υποσχέθηκε την πληρωμή του δανείου μετά την ενοποίηση της Γερμανίας. Έκτοτε για το θέμα παρήλθαν δεκαετίες σιωπής. Στους νεοέλληνες που μεγάλωναν στις δεκαετίες της ψευδο-ευμάρειας, του βολέματος, του υπερδανεισμού και της πνευματικής αδιαφορίας αυτό το μέγιστο θέμα κρύφτηκε.
Ίσως σημαντικότατο ρόλο σ’ αυτήν την στάση των επισήμων ιθυνόντων να έπαιξε και η παράνομη οικονομική εξάρτηση Ελλήνων πολιτικών από Γερμανικούς κολοσσούς πρώτης γραμμής, όπως της SIEMENS και άλλων. Έτσι δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν από την μία υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη να δέχονται τέτοιου είδους παροχές για οποιονδήποτε λόγο και από την άλλη η επίσημη Πολιτεία να διεκδικεί και μάλιστα σθεναρά από αυτούς που έστελναν τα εμβάσματα, τα δάνεια που χρωστούσε η Γερμανία.
Βέβαια, αυτό μένει να αποδειχθεί και επίσημα με έγγραφα και στοιχεία, αν ποτέ αποδειχθεί, αλλά μέχρι τότε ο λαός μας μπορεί να εκφράζει τις αμφιβολίες του.
Μετά την οικονομική κρίση και την ένταξη της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης, το θέμα επανέρχεται συχνά στην δημοσιότητα. Ειδικότερα, πολιτικοί αρχηγοί, όπως ο Πρόεδρος των ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Πάνος Καμμένος με άλλα πολιτικά στελέχη και βουλευτές του Κόμματος, έθεσαν το θέμα πολύ ψηλά στην ατζέντα των προγραμματικών δηλώσεων.
Επίσης, ο Αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, στο πρόσφατο ταξίδι του στην Γερμανία έθεσε και αυτός το θέμα στους Γερμανούς ιθύνοντες.
Ακόμη, στελέχη και από άλλους πολιτικούς σχηματισμούς μιλούν για την ανάγκη εξόφλησης των χρεών. Κυρίως όμως, και πάνω από όλα για το θέμα αυτό έχει ευαισθητοποιηθεί ολόκληρος ο λαός μας και αυτοί που θυμόντουσαν και ήξεραν, αλλά και οι νεότεροι αυτοί που δεν γνώριζαν.
Έχουν συσταθεί φόρουμ, ομάδες στο διαδίκτυο διάφορα sites για συλλογές υπογραφών για την διεκδίκηση.
Για τους νεοέλληνες είναι θέμα τιμής η διεκδίκηση, γιατί όλοι πια μάθαμε ότι εάν η Γερμανία είχε φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις της, έστω και με τμηματική καταβολή, σήμερα οι Έλληνες και οι Ελληνίδες δεν θα υφίσταντο αυτήν την εξαθλίωση επί τρία χρόνια τώρα, ούτε θα είχαν κλείσει τόσες επιχειρήσεις, ούτε οι νέοι μας θα αμείβοντο με μισθούς Βιετνάμ ή θα ξενιτεύονταν στο εξωτερικό, ούτε οι μισθοί και οι συντάξεις θα έφταναν στο σημερινό επίπεδο ισοπεδώνοντας ζωές και κλείνοντας σπίτια, ούτε θα θρηνούσαμε τέλος τους 3.000 και πλέον Συνέλληνες που απογοητευμένοι με θολωμένο μυαλό έφτασαν στην αυτοκτονία.
Επίσης, είναι θέμα Αρχής και για την σύγχρονη Γερμανία η ηγεσία της οποίας δια της Καγκελαρίου Μέρκελ και του Υπουργού Οικονομικών Σόϊμπλε παρουσιάζεται αγέρωχη και σκληρή απέναντι στην Ελλάδα, επειδή βρέθηκε σε οικονομικά αδύναμη θέση. Ναι, είναι θέμα τιμής και αξιοπρέπειας να εξοφλήσει τις πραγματικές οφειλές απέναντι της Ελλάδας, οφειλές ποτισμένες με αίμα.
Πρέπει να τις εξοφλήσει και όχι αντ’ αυτής της εξόφλησης οι Γερμανοί ηγέτες να απευθύνονται στους Έλληνες κατά τρόπο δηκτικό και ανήθικο.
Το γεγονός ότι στην μεταπολεμική Ελλάδα κυριάρχησαν πολιτικοί που δεν διεκδίκησαν φορτικά το χρέος για τον οποιονδήποτε τρόπο, δεν σημαίνει ότι αυτά παύουν να ισχύουν και παύουν να είναι χρέος για μια χώρα που διεκδικεί ηγεμονική θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι πληροφορίες φέρουν ότι ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει την υποχρέωση της Γερμανίας.
Όπως είδαμε μετά το τέλος του πολέμου η συνδιάσκεψη των Παρισίων επιδίκασε στην Ελλάδα 7,1 δις δολάρια για πολεμικές επανορθώσεις, ενώ η Ελλάδα τότε ζητούσε 14 δις δολάρια. Και ενώ οι άλλες δυνάμεις κατοχής εξόφλησαν το χρέος τους, η Γερμανία εξόφλησε παρόμοιο με το δικό μας χρέος στην Πολωνία το 1956 και στην Γιουγκοσλαβία το 1971. Η Ελλάδα, όπως προαναφέραμε, ζήτησε πολλές φορές από το 1945, αλλά υποτονικά, το αίτημα της εξόφλησης.
Τελειώνοντας αυτήν την ιστορική αναδρομή, αφήνοντας τοπ ματωμένο χθες, φθάνουμε στο σήμερα.
Υπάρχει τρόπος διεκδίκησης;
Υπάρχει νομική οδός διεκδίκησης;
Υπάρχει πολιτική οδός διεκδίκησης;
Ως γενικός τρόπος διεκδίκησης είναι η εθνική ευαισθητοποίηση.
Το θέμα πρέπει να αγγίξει τις ψυχές όλων μας, μεγαλυτέρων και νεοτέρων, ανεξάρτητα αν βίωσαν ή όχι τα φρικτά εκείνα γεγονότα της κατοχής.
Ημερίδες σαν τη σημερινή πρέπει να λάβουν χώρα παντού απ’ άκρου σ’ άκρον σε όλη την χώρα.
Ξεσηκωνόμαστε, μιλάμε παντού, συμμετέχουμε σε Forum ή συλλογές υπογραφών.
Ανεβάζουμε το θέμα πρώτα απ’ όλα ψηλά μέσα στην δική μας ψυχή και έτσι σχηματίζουμε ένα μαζικό κίνημα διεκδίκησης.
Το θέμα δεν είναι παραταξιακό, είναι Ελληνικό και εθνικό και αφορά όλους μας και τα παιδιά μας.
Το θέμα δεν ανήκει σε παράταξη, ούτε πολιτικό κίνημα, ούτε πρέπει να μονοπωλείται.
Τα δάνεια και τα χρήματα δεν είναι ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά, αλλά είναι Ελληνικά και εάν οι κυβερνώντες είχαν την δύναμη να τα διεκδικήσουν και να μην υποκύπτουν σε εκβιασμούς με μίζες ή δωράκια, δεν θα είχαμε οδηγηθεί στην σημερινή κατάσταση.
Για τη νομική οδό διεκδίκησης θα σας ομιλήσει ο καθηγητής και έγκριτος συνταγματολόγος κος Κατρούγκαλος, τον οποίον θα παρακολουθήσουμε όλοι με προσοχή.
Για το θέμα αυτό, ως νομικός, θα θέσω μόνο δύο θέματα επιγραμματικά. Η Γερμανία έθεσε στο παρελθόν θέμα παραγραφής. Αυτού του είδους η απαίτηση δεν υπόκειται σε παραγραφή, διότι και μόνο το γεγονός ότι κατά καιρούς το θέμα επανατέθηκε από ελληνικής πλευράς έστω και αν για γενικότερους λόγους δεν καταφεύγει σε δικαστικές διαδικασίες αποκλείει την παραγραφή. Γι’ αυτό το θέμα της παραγραφής πρέπει να μελετηθεί πολύ σοβαρά, γιατί σύμφωνα με τους εισηγητές στα Διεθνή όργανα, αν η οφειλή έχει δημόσια προέλευση, δηλαδή έχει προκύψει απευθείας σε κράτη, η διαιτητική πρακτική δεν αποδέχεται την παραγραφή.
Για το θέμα αυτό, έχω να σημειώσω και αρκετά άλλα, αλλά για την οικονομία του χρόνου και επειδή ακολουθεί η ομιλία του κου Κατρούγκαλου, σημειώνω στο εξής: η Ελλάδα έχει δυνατότητα διεκδίκησης σε ανώτατο δικαστικό δικαιοδοτικό επίπεδο.
Ήδη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει εισαχθεί το θέμα για τα θύματα του Ναζισμού και τις Γερμανικές αποζημιώσεις, το οποίο έχει οδηγηθεί εκεί μέσω των Ιταλικών δικαστηρίων. Η Γερμανία προσέφυγε για να ακυρώσει τις αποζημιώσεις.
Η τωρινή εξέλιξη στο θέμα μας έχει ως εξής: Την Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013 θα παραδοθεί (παραδόθηκε) το πόρισμα της Ομάδας Εργασίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την καταγραφή και ταξινόμηση κατά κατηγορία περίπτωσης.
Απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή των ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ κ. Νότη Μαριά, σχετικά με την πορεία των εργασιών της Ομάδας, ο κος Σταϊκούρας τόνισε ότι μετά την παραλαβή του πορίσματος η Κυβέρνηση θα κινηθεί στο πλαίσιο της νομοθεσίας.
Για την εξέλιξη του έργου η κυβέρνηση ανακοίνωσε «ότι αυτό τείνει να ολοκληρωθεί, ενώ μέχρι τώρα έγινε κατανομή των φακέλων των αρχείων σε κάθε κατηγορία ξεχωριστά, προχώρησε η ηλεκτρονική απεικόνιση του αρχειακού υλικού, καταγράφηκαν 184 αρχειακοί τόμοι του υλικού και ξεκίνησε η σύνταξη του τελικού παραδοτέου του έργου της ομάδας αναφορικά με την καταγραφή και ταξινόμηση του αρχείου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Είναι απόλυτη ανάγκη σήμερα οι Υπουργοί Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Εξωτερικών να παρακολουθήσουν αυτήν την εξέλιξη, υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Πρωθυπουργού, αφού η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα η οποία δεν έχει λάβει αποζημίωση ούτε ένα ευρώ ή έστω ένα μάρκο, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μανώλης Γλέζος στο βιβλίο του.
Έτσι φθάνουμε στην πολιτική διεκδίκηση. Πιστεύουμε στο μαζικό κίνημα για την αξίωση, συμπαραστεκόμαστε στα κινήματα διεκδίκησης, επικοινωνούμε με φορείς όπως Δημάρχους μαρτυρικών πόλεων.
Στηρίζουμε κάθε γνήσια πατριωτική φωνή που θέτει το θέμα σε πρώτη προτεραιότητα.
Φέρνουμε το θέμα σε κάθε Ελληνικό σπίτι, σε κάθε ελληνική ψυχή και δηλώνουμε ενεργή υποστήριξη σε όποιον δημόσια αγωνίζεται για την απαίτηση από του Γερμανούς.
Μη ξεχνώντας ότι το θέμα αυτό εντάσσεται στην γενικότερη κατάσταση εξαθλίωσης και βίαιης πτώχευσης που έχει εφαρμοστεί στη Χώρα μας μετά από το 2009.
Ότι κάνουμε θα το κάνουμε Μόνοι μας, μόνοι μας θα επιχειρήσουμε την ανατροπή, μόνοι μας θα πετύχουμε το νέο ξεκίνημα του λαού μας, αρχίζοντας πρώτα από τον εαυτό μας.
Επειδή η ιστορία είναι επανάληψη γεγονότων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, επέλεξα να κλείσω την ομιλία με τους λόγους του Στρατηγού του γένους μας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, λίγο καιρό πριν τον Εθνικό Ξεσηκωμό.
«Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι θα είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τις πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μάς είπε πού πάτε εδώ να πολεμήσετε.
Αλλά ως μια βροχή έπεσε σε όλους μας επιθυμία της Λευτεριάς μας και όλοι μικροί και μεγάλοι, καπεταναίοι και έμποροι, πεπαιδευμένοι και αμόρφωτοι, εις αυτόν τον σκοπόν και εκάμαμε την Επανάσταση».
Πηγή: tsekouratoi.gr