Έκθεση-σοκ της Τράπεζας της Ελλάδος
Τη μείωση των συντάξεων κάτω από τα όρια της φτώχειας για τους μελλοντικούς συνταξιούχους προεξοφλεί, στην έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία επαναφέρει την πρόταση για ανάπτυξη των συμπληρωματικών, ιδιωτικών – επαγγελματικών ταμείων του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης.
Στην ίδια γραμμή, κινείται άλλωστε και η Πράσινη Βίβλος της Κομισιόν, για το ασφαλιστικό, που πέρασε το προηγούμενο διάστημα και από το ευρωκοινοβούλιο.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική είναι σαφέστατη: «Το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης εκτιμάται ότι θα περιοριστεί κατά μέσο όρο σε 48,5% την περίοδο 2020-2060, έναντι 95,7% πριν από την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Ελλείψει άλλων πηγών εισοδήματος, το μειωμένο ποσοστό αναπλήρωσης του πρώτου πυλώνα θα οδηγεί κάτω από το όριο της σχετικής ένδειας όσους κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου λάμβαναν μέχρι και 1,2 φορές το διάμεσο εισόδημα».
Από εδώ και εμπρός, ο μέσος εργαζόμενος μπορεί να περιμένει στο τέλος του εργασιακού του βίου μόνον μια σύνταξη πείνας, εκτός και εάν έχει ιδιωτική ή επαγγελματική ασφάλιση, κάτι που όμως στη χώρα μας απλώς δεν γίνεται… Στην Εκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιεί πως το νέο συνταξιοδοτικό τοπίο που διαμορφώνεται στη χώρα θα φέρει ξανά τα πάνω κάτω στους συνταξιούχους, αφού μοναδική σταθερά θα είναι η βασική σύνταξη των 360 ευρώ και όλο το υπόλοιπο ποσό θα χτίζεται με συντελεστές, οι οποίοι θα οδηγούν σε αναλογική σύνταξη υπολογιζόμενη επί του συνόλου των αποδοχών και των εργασιακών ετών που έχουν διανυθεί από την πρώτη ημέρα πρόσληψης.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, αν και η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2010 ενίσχυσε σημαντικά τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος, «…το ύψος των συντάξεων που παρέχει ο πρώτος πυλώνας (σ.σ. δηλαδή το Δημόσιο) έχει πλέον περιοριστεί σημαντικά, εγείροντας θέμα επάρκειας, καθώς το μειωμένο ποσοστό αναπλήρωσης θα οδηγεί κάτω από το όριο της φτώχειας όσους κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου λάμβαναν εισοδήματα κάτω του μέσου όρου».
Πηγή: e-magazino.gr