Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Βαρβάρα Θεοδωράκη: «Μάριε μου, που είσαι; Που σε πετάξανε; Που σε κομματιάσανε; Το παιδί μου θέλω, φέρτε μου πίσω το παιδί μου…»

«Αν θα με ρωτήσεις πως νοιώθω, θα σου απαντήσω πόνο. Μόνο πόνο. Αφάνταστο και αβάσταχτο. Δυόμιση χρόνια τώρα καρτερώ, πονώ και λησμονώ. Εκείνη τη νύχτα μαγείρευα. Έφτιαχνα σουβλάκια και ψάρια ψητά. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο. 


«Σ’ αγαπάω μανούλα μου. Είσαι ότι πιο πολύτιμο», μου είπε. Κάθε βράδυ αυτό μου έλεγε. Ήταν η κουβέντα του. Αυτό μου είπε και εκείνο το καταραμένο. Και ύστερα χάθηκε… Σκοτάδι. Δεν ξημέρωσε ποτέ ξανά. Δυόμιση χρόνια ανάμεσα σε σκέψεις και γιατί… Από τότε τον περιμένω. Χτυπάει το τηλέφωνο και πετάγομαι. Νομίζω πως είναι ο Μάριος. 

Να και χτες το βράδυ, χτύπησε το τηλέφωνο και νόμιζα πως ήταν το παιδί. Πως θα μου πει έρχομαι μανούλα μου. Μην ανησυχείς άλλο. Ακόμα και οι πελάτες στο ιατρείο, μπαίνουν και ζητούν το Μάριο. Που είναι το παλικάρι, μου λένε. Σπαράζω, ουρλιάζω. Του φωνάζω… Γύρνα πίσω παιδί μου. Έλα στον ύπνο μου και φανέρωσε μου ένα σημάδι. Μια φορά μόνο από τότε, τον είδα… Μα δε μου είπε. Που είσαι παιδί μου; Όλη μέρα του φωνάζω, τον παρακαλάω. Που σε πετάξανε; Που σε κομματιάσανε; Γύρνα πίσω. Το δωμάτιο σου σε περιμένει. Τα βιβλία σου. Τα ρούχα σου. Τα πράγματα σου. Τίποτα δεν έχω πειράξει. Τ’ άφησα όλα ακριβώς, όπως τ’ άφησες. Κοιτάω τις φωτογραφίες του. Μου χαμογελάει και του χαμογελάω. Και ύστερα σιωπή. Δάκρυα και ουρλιαχτά. Σφαδάζω….»

Μια μάνα ψάχνει το νεκρό παιδί της. Το σώμα του. Τα κομμάτια του. Μια μάνα να κλαίει στη δικιά μου αγκαλιά και να ψάχνει από μένα απαντήσεις… Θεέ μου… Εγώ και δεν το αντέχω. Αυτή η γυναίκα πως μπορεί; Με ποια δύναμη; Θεέ μου, αν μ’ ακούς δώσε τουλάχιστον δύναμη και κουράγιο. Μα κυρίως, «φέρε» το παιδί της πίσω… Το Μάριο της. Τον λεβέντη της. Και όπως έχετε καταλάβει κι εσείς, η μητέρα που ψάχνει κι αναζητά, δεν είναι άλλη από τη Βαρβάρα Θεοδώρακη. Η μητέρα του Μάριου Παπαγεωργίου. Σπαράζει. Η κάθε της λέξη, η κάθε της φράση μαχαιριά. Έχουν περάσει τόσες ώρες και τα ουρλιαχτά της ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω συνεχώς το βλέμμα της. Ένα βλέμμα γεμάτο απόγνωση. Να σου ζητά βοήθεια. Που είναι το παιδί μου; Μου έλεγε… Και εγώ «μικρή» κι ανίκανη. Ανίκανη ακόμη και να σας μεταφέρω όλα όσα βίωσα…

«Σε ποιο παιδί αξίζει να μένει άθαφτο»; με ρώταγε ξανά και ξανά… « Φέρτε μου πίσω το παιδί μου. Και εσείς που το κάνατε, γονείς είστε. Σας παρακαλώ μιλήστε. Πείτε μου, που είναι το παιδί μου. Τίποτα άλλο δε ζητώ. Ας σπάσει κάποιος τη σιωπή του. Όποιος γνωρίζει ας μιλήσει. Κύριε Τσίπρα, ικετεύω ακόμα και εσάς. Βοηθήστε με. Ίσως εσείς μπορείτε. Βοηθήστε με, να βρω το παιδί μου. Τίποτα άλλο δε ζητώ απ’ αυτή την παλιοζωή. Μόνο να θάψω το παιδί μου. Να ηρεμήσει. Να φυτέψω στον τάφο του λουλούδια να ευφρανθεί η ψυχούλα του. Να τον κλάψω στο μνήμα του. Κι ας πεθάνω ύστερα και εγώ μαζί του. Όλη μέρα μιλάω μαζί με το Μάριο και το Θεό. Να φωτίσει αυτούς τους «ανθρώπους», αν υπάρχει ανθρωπιά δηλαδή και τσίπα και να μου φανερώσουν το παιδί μου. Τα κομμάτια του. Ότι απέμεινε από το λεβέντη μου. Να μου πουν που είναι. Να πάω να σκάψω, η ίδια μέσα στα χώματα. Κι ας θαφτώ και εγώ μέσα σ’ αυτά. Ίσως έτσι μπορέσω και τον αγγίξω. Να τον χαϊδέψω και να τον φιλήσω για στερνή φορά. Να του ανάβω το καντήλι του.

Το καλύτερο παιδί ήτανε, να ξέρεις… Αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους. Πίστευε στους ανθρώπους. Αχ, σου λέω ήτανε… Είναι. Για μένα το παιδί μου ζει. Ζει τα παιδάκι μου. Μέσα μου ζει. Η ψυχή του τριγυρνάει. Περιπλανιέται. Ψάχνει χώρο και ζητά δικαίωση. Πείτε μου κι εσείς, υπάρχει περίπτωση να έχει ηρεμήσει ένα παιδί, από τη στιγμή που το σκοτώνουν έτσι πισώπλατα, γιατί πισώπλατα του τη φέρανε. Το παιδί έφυγε για να πάει στους φίλους του. Δε ξέρω τι του κάνανε, τι του είπανε. Πως το φέρανε. Τους είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Και στο δολοφόνο και στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Δεν μπορώ να το χωνέψω. Πίστευε στη φιλία. Ότι και να του ζητούσες θα στο ‘δινε… Ακόμη και τη ψυχή του. Και να που την έδωσε… Κι «αυτή» τώρα είναι εδώ και κυκλοφορεί. Τη νοιώθω. Ο Μάριος είναι εδώ πέρα ακόμα και τώρα που μιλάμε. Θέλει να ησυχάσει… Αχ πότε θα ηρεμήσει το παιδί μου. Ο Βαγγελάκης μας, βρέθηκε. Ησύχασε. Το παιδί μου πότε;;; Τυραννιέται το παιδί μου. Το νοιώθω. Και εγώ του μιλάω. Είσαι η αγάπη μου, ο μοναδικός άνθρωπος και θέλω να γυρίσεις πίσω σπίτι μας. Μας άφησες γιατί σε σκότωσαν. Εμείς σ’ αγαπάμε και σε λατρεύουμε. Αυτά του λέω… Γιατί δεν έρχεται σπίτι του το παιδί μου, μου λες;;; Γιατί δε μαρτυρούν;;; Που είναι;;; Η ψυχή του ζητάει ηρεμία. Παρακαλάω το Θεό, κοινωνάω, φτιάχνω φανουρόπιτες και ζητώ να μου τον φανερώσει ο Θεός. Έχω υποχρέωση ως μάνα να ηρεμήσω το παιδί μου και θα το κάνω. Να ηρεμήσω τη ψυχή του. Θα βάλω όλη τη δύναμη μου και θα το βρω… Όπου και να μου πούνε, θα πάω και θα τον βρω… Να το ξέρεις αυτό. Ας μου πούνε μόνο που είναι το παιδί μου. Να θάψω το παιδί μου και να κλάψω πάνω απ’ τον τάφο του… Μόνο αυτό ζητάω. Τίποτα άλλο. Που είναι το παιδί μου;;; Φέρτε μου πίσω το παιδί μου…»

Και τώρα σιωπή… Μια σιωπή «βουτηγμένη» σε χιλιάδες αναπάντητα γιατί. Κι αναρωτιέμαι. Ακούει κανείς;

Της ΕΛΛΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ


mignatiou.com
Categories: