Ο αρκετός και καλός ύπνος βοηθά στην καταπολέμηση της επιδημίας της παχυσαρκίας, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική έρευνα, που έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες που έχουν συσχετίσει τον ελλιπή ύπνο με την αύξηση του βάρους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή φυσιολογίας Κένεθ Ράιτ, διευθυντή του Εργαστηρίου Ύπνου και Χρονοβιολογίας του πανεπιστημίου του Κολοράντο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της «Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ» (PNAS), παρακολούθησαν 16 υγιείς ενήλικες (οκτώ άνδρες- οκτώ γυναίκες) με μέση ηλικία 22 ετών, που κλήθηκαν να κοιμούνται σε ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες επί δύο εβδομάδες.
Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μία κοιμόταν πέντε ώρες και η άλλη έως εννέα ώρες κάθε βράδυ επί μια εβδομάδα.
Τη δεύτερη εβδομάδα, οι ομάδες άλλαξαν αμοιβαία τη διάρκεια του ύπνου τους.
Όπως έδειξε το πείραμα, όσοι κοιμούνταν πέντε ώρες τη νύχτα, επειδή έμεναν περισσότερες ώρες ξύπνιοι, έκαιγαν κατά μέσο όρο 5% περισσότερη ενέργεια σε σχέση με όσους κοιμούνταν εννέα ώρες.
Όμως, από την άλλη, κατανάλωναν με την τροφή τους 6% περισσότερες θερμίδες, συνεπώς μέσα στην ημέρα απορροφούσαν περισσότερες θερμίδες από όσες έκαιγαν.
Αυτό συνέβαινε, επειδή όσοι κοιμούνταν λίγες ώρες, έτρωγαν μεν μικρότερο πρωινό, αλλά στη συνέχεια κατανάλωναν περισσότερα σνακ, ενώ έτρωγαν γενικότερα πιο πολύ φαγητό μετά το απόγευμα.
Ακριβώς, επειδή όσοι κοιμούνται λίγο, τρώνε ολοένα περισσότερο προς το βράδυ, τείνουν να βάζουν και περισσότερα κιλά, καθώς το βραδινό φαγητό είναι πιο παχυντικό.
Εξάλλου, παρατηρήθηκε κάποια διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς οι πρώτοι, ακόμα και όταν είχαν κοιμηθεί καλά, έτειναν να αποκτούν μεγαλύτερο βάρος, όταν έτρωγαν τα βράδια, ενώ οι γυναίκες, αν είχαν κάνει καλό ύπνο, διατηρούσαν πιο εύκολα υπό έλεγχο τα κιλά τους.
Πάντως, και τα δύο φύλα πάχαιναν, αν κοιμούνταν μόνο πέντε ώρες τα βράδια.
«Ο έξτρα ύπνος δεν εξασφαλίζει σίγουρη απώλεια βάρους, όμως ο ανεπαρκής ύπνος οδηγεί τους ανθρώπους να τρώνε περισσότερο από όσο χρειάζονται και σε ώρες (βραδινές) που η φυσιολογία του οργανισμού δεν είναι σχεδιασμένη για κάτι τέτοιο» εξηγεί ο Ράιτ.
Πηγή: attikipress.gr